αισθητοποίηση

αισθητοποίηση
[-ις (-εως)] η
1) превращение (чего-л.) в нечто осязаемое, ощутимое; 2) яркое, образное представление (о чём-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αισθητοποίηση" в других словарях:

  • αισθητοποίηση — η σαφής παράσταση ενός πράγματος, ώστε να γίνει εντελώς κατανοητό, αποσαφήνιση, ζωντάνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητοποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποιητικός] …   Dictionary of Greek

  • αισθητοποίηση — η η με σαφήνεια παράσταση ενός πράγματος, ώστε να γίνει αυτό αισθητό: Το έργο είναι ελλιπές από πλευράς αισθητοποίησης των πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισθητοποιητικός — ή, ό [αισθητοποιώ] αυτός που συντελεί στην αισθητοποίηση ενός θέματος, ενός αντικειμένου …   Dictionary of Greek

  • αισθητοποιώ — κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι τό βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητός + ποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποίηση] …   Dictionary of Greek

  • ειδητικός — ή, ό (Α εἰδητικός, ή, όν) αρχ. 1. αυτός που αποτελεί το είδος* 2. ειδικός νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στην αισθητοποίηση τών αναμνήσεων ώστε να προβάλλονται ως πραγματικές εικόνες …   Dictionary of Greek

  • ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • αισθητοποιητικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αισθητοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»